επιβοηθητικός

επιβοηθητικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που παρέχει πρόσθετη βοήθεια, επικουρικός, ενισχυτικός.
2. επουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιβοηθητικός — ή, ό αυτός που παρέχει πρόσθετη βοήθεια («επιβοηθητικά μέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Χρ. Βάφα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”